Перевод: со всех языков на английский

с английского на все языки

γῆ μεθορία τῆς Ἀργείας καὶ Λακωνικῆς

См. также в других словарях:

  • μεθόριος — α, ο, θηλ. και ος (ΑM μεθόριος, ον, Α θηλ. και ία) 1. αυτός που βρίσκεται μεταξύ δύο ορίων, αυτός που αποτελεί το όριο, το σύνορο δύο χωρών ή επικρατειών (α. «ἡ δὲ Θυρεᾱτις γῆ μεθορία τῆς Ἀργείας καὶ Λακωνικῆς ἐστιν», Θουκ. β. «μεθόριος γραμμή»)… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»